ἀντερείσει

ἀντερείσει
ἀντέρεισις
thrusting against
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀντερείσεϊ , ἀντέρεισις
thrusting against
fem dat sg (epic)
ἀντέρεισις
thrusting against
fem dat sg (attic ionic)
ἀντερείδω
set firmly against
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀντερείδω
set firmly against
fut ind mid 2nd sg
ἀντερείδω
set firmly against
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περίκλασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [περικλώ] κυκλική κάμψη, συστροφή αρχ. 1. κάμψη, λύγισμα 2. (για στρατό) περιστροφή σε σχήμα τόξου 3. κυκλική, πλήρης ανάκλαση («λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῡ αἰθέρος», Λυσ.) 4. (για άνεμο) αλλαγή διεύθυνσης, πορείας 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”